- ἐπιτεύξεται
- ἐπιτυγχάνωhit the markfut ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυριάρχησις — κυριάρχησις, ἡ (Μ) [κυριαρχώ] η κυριαρχία, η εξουσία («ἐπιτεύξεται τῆς βασιλείας, τῆς δὲ μείζονος άποπεσεῑται κυριαρχήσεως», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek